- λεοντόπουν
- λεοντόπουςlion-footedmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PICATI — apud Festum leguntur dicti, quorum pedes formati sunt in speciem sphingum, quod eas Dorii phicas vocant. Sic pro sphinge Hesiodus in Theogon. v. 326. φικὰ dixit, et Lycophron φίκειον τέρας, phiceum monstrum. In quos locos Scholiastae, φίκεον… … Hofmann J. Lexicon universale
υπείλλω — και ὑπίλλω ΜΑ φρ. «ὑπείλλω στόμα» μτφ. α) κρατώ το στόμα μου κλειστό, σιωπώ β) αποκρύπτω κάτι αρχ. συστέλλω, συμμαζεύω, κουλουριάζω («οὐρὰν ὑπίλλει ὑπὸ λεοντόπουν βάσιν καθέζετο», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + εἴλλω / ἴλλω «στρέφω, γυρίζω γύρω… … Dictionary of Greek